ληστρις

ληστρις
    λῃστρίς
    I
    -ίδος (ῐδ) adj. f
    1) разбойничья, пиратская
    

(ναῦς Dem.)

    2) живущая грабежом
    

(γυνή Plut.)

    II
    -ίδος ἥ (sc. ναῦς) разбойничье судно Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ληστρις" в других словарях:

  • ληστρίς — λῃστρίς, ίδος, ἡ (Α) ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τρίς < ληΐς, ίδος (άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τρις (πρβλ. ζωσ τρίς, θερμασ τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • λῃστρίς — pirate fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρί — λῃστρίς pirate fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδα — λῃστρίς pirate fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδας — λῃστρίς pirate fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδες — λῃστρίς pirate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδος — λῃστρίς pirate fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδων — λῃστρίς pirate fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίσι — λῃστρίς pirate fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίσιν — λῃστρίς pirate fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήστραινα — λῄστραινα, ἡ (Μ) γυναίκα ληστής, λησταρχίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήστρ (πρβλ. ληστρίς, ληστρικός), + κατάλ. αινα (πρβλ. δράκ αινα, λύκ αινα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»